- φωτοπαγίδα
- ηη παγίδευση με ειδική λυχνία νυχτόβιων εντόμων βλαβερών στη γεωργία ή στον άνθρωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοπαγίδα — η, Ν ειδική λυχνία που χρησιμεύει για την παγίδευση και την εξολόθρευση επιβλαβών νυκτόβιων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + παγίδα] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek